Ξέπλυμα Βρώμικου ΧρήματοςΝομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητεςΔικηγόρος για ξέπλυμα βρώμικου χρήματοςΔικηγόρος για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητεςΗ νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αλλιώς το λεγόμενο «ξέπλυμα» βρώμικου χρήματος αποτελεί προβλέπεται και διώκεται από τον Ν. 4557/2018, ως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει, στον οποίο ενσωματώνεται η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αριθμό  2015/849/ΕΕ.

Με τον όρο «ξέπλυμα», με λίγα λόγια, εννοούμε τη διαδικασία με την οποία συγκαλύπτονται ή εξαφανίζονται τα ίχνη των εγκληματικών πράξεων από τις οποίες προήλθαν τα παράνομα έσοδα, ώστε αυτά να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια στην επίσημη οικονομία «μεταμφιεσμένα» και να αναμειχθούν με νόμιμο χρήμα.

Ως νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες , νοείται, κατ’ άρθρο 2 Ν 4557/2018:

  • Η μετατροπή είτε η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει της προέλευσης του από εγκληματική δραστηριότητα.
  • Η  απόκρυψη είτε η συγκάλυψη της αλήθειας από τρίτο πρόσωπο το οποίο έχει επίγνωση του εγκληματογόνου παράγοντα απόκτησης των εσόδων.
  • Η απόκτηση, η κατοχή είτε η χρήση της περιουσίας αυτής.
  • Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, προκειμένου να προσδοθεί νομιμοφάνεια σε αυτά τα παρανόμως κτηθέντα έσοδα.

Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ως  έγκλημα φέρει παρεπόμενο χαρακτήρα, δεδομένης της ύπαρξης ενός βασικού προηγηθέντος εγκλήματος από το οποίο αποκτήθηκαν τα παράνομα έσοδα.Τα βασικά αδικήματα τα οποία θα πρέπει να έχουν προηγηθεί και να αποκτήθηκαν εξ αυτών τα προς νομιμοποίηση έσοδα  συνιστούν ρητώς απαριθμούμενες στο άρθρο 4 Ν. 4557/2018 εγκληματικές πράξεις, μεταξύ των οποίων, ενδεικτικά,  η εγκληματική οργάνωση, η δωροληψία και η δωροδοκία υπαλλήλου, η εμπορία ανθρώπων, η απάτη, η κλοπή,  η ληστεία, η πλαστογραφία, η σωματεμπορία, η παράνομη διακίνηση ναρκωτικών,  η λαθρεμπορία, η φοροδιαφυγή, η μη καταβολή χρεών προς το δημόσιο, η απιστία, τα χρηματιστηριακά αδικήματα κ.ο.κ.,  καθώς και κάθε αδίκημα για το οποίο απειλείται στο νόμο ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.

Ωστόσο, κατά τη νομολογία, δεν απαιτείται η άσκηση προγενέστερης ποινικής δίωξης περί το βασικό έγκλημα, ώστε να αποδοθεί στον τρίτο που αποκομίζει περιουσιακή ωφέλεια η κατηγορία της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων. Η κατασταλτική αντιμετώπιση των ανωτέρω μορφών συμπεριφοράς, συνυφαίνεται από δύο διακριτές, ξέχωρες εγκληματικές πράξεις, την τέλεση του βασικού αδικήματος από το οποίο και προήλθαν τα «βρόμικα χρήματα» και τη μεταγενέστερη προσπάθεια νομιμοποίησης τούτων των χρημάτων.Πρόκειται για αδίκημα το οποίο απαντάται συχνά στην πράξη και υπό ποικίλες μορφές ενώ, κατά κύριο λόγο, αποτυπώνει τη βασική ιδέα «the crimedoesn’tpay» (δηλαδή «το έγκλημα δεν πληρώνει»), υπό την έννοια ότι ο δράστης μίας άδικης πράξης δεν πρέπει να αποκομίσει απ’ αυτήν κέρδος.

Αξίζει να επισημανθεί ότι δεν συνιστούν ξεχωριστούς τρόπους τέλεσης του αδικήματος οι λεγόμενες υποστάσεις της οργάνωσης του ξεπλύματος (δηλαδή  η σύσταση οργάνωσης ή ομάδας δύο τουλάχιστον προσώπων προς τέλεση των ως άνω πράξεων των περιπτώσεων α – δ) και της απόπειρας διάπραξης ξεπλύματος, της υποκίνησης, διευκόλυνσης ή παροχής συμβουλών προς τέλεση αυτού καθώς η αξίωση ποινικής τιμώρησης καλύπτεται, ήδη, από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.

Οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπει ο νόμος καταδεικνύουν την αυξημένη απαξία της πολιτείας για τις συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς, ενόψει μάλιστα και της ανερχόμενης εγκληματικής δράσης, η οποία εντείνεται στον τομέα του οικονομικού εγκλήματος, δεδομένου ότι προβλέπονται ποινές που φθάνουν έως και τα δεκαπέντε έτη κάθειρξης.

Ειδικότερα στο αρ. 39 του νόμου καθορίζεται το πλαίσιο ποινής για τις πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Ως εκ τούτου, τα πλαίσια ποινών είναι:

  1. Ποινή κάθειρξης έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή, για το βασικό έγκλημα της νομιμοποίησης.
  2. Διακεκριμένη περίπτωση νομιμοποίησης. Ποινή κάθειρξης έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή. Ειδικότερα, με την ποινή αυτή, τιμωρείται ο δράστης νομιμοποίησης αν α) το παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνει τις 120.000 €, β) αν τελείται από υπόχρεα προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρόσωπα κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους (ενδεικτικά αναφέρονται: εκπρόσωποι χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ορκωτοί ελεγκτές – λογιστές, συμβολαιογράφοι, κ.ο.κ.) καθώς και γ) αν η παράνομη περιουσία προέρχεται από ειδικώς αναφερόμενα στο νόμο κακουργήματα (ενδεικτικά αναφέρονται: εγκληματική οργάνωση, τρομοκρατική οργάνωση, εμπορία ναρκωτικών, ληστεία κ.ο.κ).
  3. Ιδιαίτερα διακεκριμένη περίπτωση νομιμοποίησης. Ποινή κάθειρξης έως δεκαπέντε (15) έτη και χρηματική ποινή. Με την ποινή αυτή, τιμωρείται ο δράστης ο οποίος τελεί πράξη νομιμοποίησης κατ’ επάγγελμα ή ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης. Στην περίπτωση, όμως, που η προγενέστερη εγκληματική δραστηριότητα είναι πλημμέλημα επιβάλλεται ποινή φυλάκισης έως τρία έτη και χρηματική ποινή.
  4. Προνομιούχες μορφές αδικήματος. Στο εδάφιο δ’ καθορίζονται οι ποινές για τις προνομιούχες παραλλαγές του αδικήματος της νομιμοποίησης. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι αν το βασικό αδίκημα τελείται σε βαθμό πλημμελήματος, η ποινή της νομιμοποίησης θα είναι κι αυτή πλημμεληματική, ήτοι φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή, με την αιτιολογία ότι η απαξία της νομιμοποίησης συναρτάται με την απαξία του βασικού αδικήματος. Ωστόσο, αν η πράξη τελέστηκε κατ’ επάγγελμα, ο δράστης θα τιμωρηθεί για την ιδιαιτέρως διακεκριμένη παραλλαγή του εδαφίου γ’.

 

Τέλος, κατ’ άρθρο 39 παρ. 4 του νόμου η απαλλαγή του δράστη για το βασικό αδίκημα επιφέρει και την απαλλαγή του – των δραστών για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων.

Η απόδειξη του παρανόμου της  κτήσης των εσόδων και της μεταγενέστερης εγχείρησης νομιμοποίησης τους θέτει προ των πυλών και επάγεται τη δέσμευση αυτών των παρανόμως κτηθέντων εσόδων.

Ειδικότερα, αναφορικά με τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες πριν την απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου και τα μέσα άμυνας του καθ’ ου: Στο άρθρο 42 παρ. 7 του ν. 4557/2018 προβλέπεται η δυνατότητα δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών, τίτλων, θυρίδων και χρηματοπιστωτικών μέσων, εν γένει, καθώς και η απαγόρευση μεταβίβασης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, κατόπιν έκδοσης διάταξης του προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων όσο και για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από τη μια πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή να βρει αντικείμενο, από την άλλη δε τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό - τραπεζικό σύστημα (3721/2017 Συμβ.ΠλημΑθ).

Προϋποθέσεις εφαρμογής της  ως άνω αναφερθείσας διάταξης, αναφορικά με την αρμοδιότητα του προέδρου της Αρχής, είναι α) η διεξαγωγή έρευνας από την αρχή προς εντοπισμό πράξεων νομιμοποίησης ή βασικών αδικημάτων, β) η συνδρομή βάσιμων υπονοιών ότι έχει τελεστεί βασικό αδίκημα ή πράξη νομιμοποίησης και γ) η συνδρομή επείγουσας περίπτωσης (λ.χ. κίνδυνος άμεσης εξαφάνισης περιουσιακών στοιχείων μέσω αλλεπάλληλων μεταβιβάσεων και συγκάλυψης ιχνών αδικημάτων των δραστών). 

Πρόκειται για μέτρο που λαμβάνει η αρχή σε βάρος υπόπτου προκειμένου, στο πλαίσιο της έρευνας της, α) να συλλέξει πληροφορίες και αποδείξεις για την τέλεση βασικών αδικημάτων και πράξεων νομιμοποίησης και β) να αδρανοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία του υπόπτου, διατηρώντας αυτά ακέραια, εμποδίζοντας τον, παράλληλα, ιδίως από τη χρήση του οικονομικού (τραπεζικού) συστήματος.

Το μέτρο αυτό μπορεί να διαταχθεί πριν από οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία και πριν ακόμη ο δράστης αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορούμενου μετά από άσκηση ποινικής δίωξης.

Μέτρα προστασίας του προσώπου σε βάρος του οποίου επιβλήθηκε το μέτρο:

  • Η άσκηση της προβλεπόμενη στο αρ. 42 παρ. 4 του ν. 4557/2018 προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου εντός προθεσμίας 20 ημερών από την επίδοση της διάταξης της αρχής ζητώντας την άρση ή τον περιορισμό της δέσμευσης (επειδή, λ.χ. η δεσμευμένη περιουσία έχει νόμιμη προέλευση, όπως όταν έχει αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της τέλεσης του βασικού αδικήματος, είτε επειδή δε συνδέεται με το όφελος που φέρεται να αποκομίστηκε, όπως συμβαίνει λ.χ. με δεσμευμένους μισθούς και συντάξεις, ή είναι απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του υπόπτου κ.ο.κ.).
  • Αίτηση προς την εκδούσα αρχή για την ανάκληση της εκδοθείσας διατάξεως λόγω συνδρομής νέων περιστατικών στο πρόσωπο του υπόπτου ή μελών της οικογένειας του.

 

Τα δικαστήρια μπορούν να άρουν την επιβληθείσα δέσμευση όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την επιβολή της. Ενδεικτικά, το μέτρο αίρεται όταν κριθεί ότι τα χρήματα δεν αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης, διότι προέρχεται αποδεδειγμένα από άλλη νόμιμη πηγή (ΣυμΠλημΑθ 3216/2019), ή όταν αυτή αποκτήθηκε προγενέστερα του φερόμενου χρόνου τέλεσης του βασικού αδικήματος (ΣυμΠλημΑθ. 3721/2017).

Τέλος, η νομολογία των εθνικών μας δικαστηρίων, έχει κάνει δεκτά σχετικά αιτήματα άρσης της επιβληθείσας δέσμευσης για λόγους ικανοποίησης βιοτικών αναγκών των φερόμενων ως υπόπτων δραστών (συναφώς ΣυμβΑΠ 1374/2020).

Άξια επισήμανσης δικαστική κρίση, κατά την οποία δεν δύναται η δεσμευμένη περιουσία να προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, όταν αυτή αποκτήθηκε προγενέστερα του φερόμενου χρόνου τέλεσης του βασικού αδικήματος, είναι η ΣυμΠλημΑθ. 3721/2017.

Συναφώς, κατά τη  ΣυμβΠλημΑθ 4304/2015 η αδυναμία του δικαιούχου του λογαριασμού να δικαιολογήσει την προέλευση των χρηματικών ποσών δεν συνεπάγεται τη στοιχειοθέτηση του υπό κρίση αδικήματος μέσω αυτού του τρόπου τέλεσης, αν δε συνάγεται και από άλλες περιστάσεις.

Ομοίως, κατά την ΕισΕφΒορΑιγαίου 799/2022,  η αδυναμία του κατηγορουμένου για νομιμοποίηση να δικαιολογήσει την κατοχή ή την κατάθεση στο όνομά του από άγνωστο καταθέτη συγκεκριμένου χρηματικού ποσού δεν θεωρείται από μόνο του στοιχείο ικανό να θεμελιώσει επαρκείς ενδείξεις για προέλευση του σχετικού ποσού από εγκληματική δραστηριότητα.

Περαιτέρω, με τη  ΣυμβΕφΑθ 349/2015, κρίθηκε ότι η κατάθεση χρημάτων από το δράστη νομιμοποίησης σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό δε σημαίνει, άνευ άλλου τινός, τέλεση νομιμοποίησης από το συνδικαιούχο,  και αυτό επειδή ο κοινός λογαριασμός είναι δυνατό να ανοιχθεί μόνο από ένα πρόσωπο και στο όνομα άλλου, ενώ χρήση του μπορεί να γίνει από όλους τους συνδικαιούχους χωρίς σύμπραξη των λοιπών.

Όμοια έκρινε και η ΕφΑθ 3182/2020, στην οποία διαλαμβάνεται «Κατάθεση χρημάτων σε κοινό λογαριασμό που διατηρούσε ο υπαίτιος του βασικού αδικήματος, χωρίς να μεσολαβήσει καμία ενέργεια του συνδικαιούχου, δεν είναι ικανή να καταστήσει τον τελευταίο αυτουργό ή σύνεργό του αδικήματος. Για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου, δεν αρκεί η ανεπάρκεια ή η μη παροχή εξηγήσεων εκ μέρους του ως προς την προέλευση της περιουσίας του. Παρακολουθήματος χαρακτήρας της άμεσης συνέργειας».

Πότε αποβάλλεται το βρώμικο «στίγμα».

Τα έσοδα και εν γένει περιουσιακά στοιχεία τα οποία προέρχονται άμεσα από την προηγηθείσα εγκληματική δραστηριότητα, διατηρούν τον χαρακτήρα της παράνομης επικείμενης νομιμοποίησης ακόμη και αν καταλήξουν σε χέρια τρίτων οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα του δράστη της προηγηθείσας εγκληματικής ενέργειας καθώς θεωρούνται «μολυσμένα». Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, παύουν να είναι βρόμικα όταν αποκτηθούν από πρόσωπο που δε γνωρίζει ότι προέρχονται από την προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα (όταν αποκτηθούν, δηλαδή, από τον λεγόμενο «καλόπιστο τρίτο»). Έτσι πρακτικά έχουμε δύο συνέπειες:

  • ο καλόπιστος τρίτος που αποκτά το παράνομο περιουσιακό στοιχείο δεν διαπράττει το έγκλημα της νομιμοποίησης (η ύπαρξη γνώσης, δε, κρίνεται, κατά το χρόνο κτήσης του περιουσιακού στοιχείου και όχι μεταγενέστερα) και
  • όποιος αποκτήσει από καλόπιστο τρίτο δεν διαπράττει, επίσης, νομιμοποίηση, ακόμη κι αν γνωρίζει την εγκληματική προέλευση του περιουσιακού στοιχείου, λόγω της προγενέστερης «κάθαρσης» αυτού.

 

Το γραφείο μας, με τη μακροσκελή διαχείριση ποινικών υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με τους  έμπειρους και εξειδικευμένους συνεργάτες που το πλαισιώνουν αναλαμβάνει υπεύθυνα και αξιόπιστα τις εν λόγω υποθέσεις. Στόχος μας είναι η χάραξη μιας σωστής και άρτιας υπερασπιστικής γραμμής προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφύλαξη και πιστή τήρηση των δικαιωμάτων του διωκόμενου προσώπου και η αποφυγή άδικων ή άστοχων αποφάσεων σε βάρος του.

Επικοινωνήστε μαζί μας τώρα: +30 6959406687