Ποινικολόγος είναι ο δικηγόρος ο οποίος εξειδικεύεται και απασχολείται κατά κύριο λόγο με το ποινικό δίκαιο. Είναι το πρόσωπο εκείνο το οποίο βάσει μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών τις οποίες (πρέπει) να έχει, εξειδικεύεται στον τομέα του ποινικού δικαίου, ενώ βάσει της πληθώρας ποινικών υποθέσεων τις οποίες έχει αναλάβει έχει και την ανάλογη δικαστηριακή εμπειρία.
Το ποινικό δίκαιο, είναι ο κλάδος της νομικής επιστήμης που αφορά τα βαρύνουσας απαξίας εγκλήματα και πράξεις που επισύρουν ποινές στερητικές της ελευθερίας (φυλάκιση, κάθειρξη) ως και έτερες ποινές όπως η χρηματική ποινή είτε η παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Είναι ο κλάδος εκείνος της νομικής, ο οποίος παρέχει το βαρύτατο όπλο στην πολιτεία για την επιβολή της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ειρήνης.
Εν αντιθέσει με το αστικό δίκαιο, το οποίο επιλύει απλούστερες διαφορές μεταξύ ιδιωτών, το ποινικό δίκαιο προβλέπει βαρύτερες επιπτώσεις και ποινές σε όσους υπέπεσαν σε οποιοδήποτε αδίκημα αναγράφεται στο σώμα του Ποινικού Κώδικα (με τελευταία τροποποίηση αυτού την 1η.05.2024) είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Έτσι λοιπόν το ποινικό δίκαιο, εν μέσω της τιμωρήσεως - ποινής επιδιώκει το σωφρονισμού του δράστη που έπραξε οποιασδήποτε μορφής παραβατική συμπεριφορά έναντι κάποιου ιδιώτη ή έναντι της κρατικής υπόστασης.
Με τη σύντομη λοιπόν μνεία αυτή και αναφορά στην έννοια του ποινικού δικαίου αναδεικνύεται και η ύπαρξη του όρου «ποινικολόγος» ως δικηγόρος με εξειδίκευση δηλαδή στο ποινικό δίκαιο. Έτι περαιτέρω αποτελεί τον δικηγόρο ο οποίος απασχολείται κατά κύριο λόγο με το ποινικές υποθέσεις. Ο ποινικολόγος δύναται να υποστηρίξει τόσο το δράστη όσο και τον παθόντα, όντας άρτια και πλήρως ενημερωμένος πάντοτε για τις τελευταίες τροποποιήσεις του νόμου αλλά και της νομολογίας, αξιοποιώντας και επιχειρηματολογώντας επί των διατάξεων αυτού.
Έτσι, ο ποινικολόγος, είναι ο δικηγόρος εκείνος ο οποίος θα υποστηρίξει από την πρώτη στιγμή τον εντολέα του, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της κύριας ανάκρισης, των δικαστικών συμβουλίων και τέλος ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου.
Όταν ο ποινικολόγος εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο, όντας εξοπλισμένος με την επιστημονική γνώση του αντικειμένου αλλά και την επιβεβλημένη πείρα την οποία θα πρέπει να διαθέτει, διοργανώνει τη στρατηγική η οποία θα ακολουθηθεί, καταστρώνει εξ αρχής την κατάλληλη υπερασπιστική γραμμή και συγκεντρώνει το σύνολο των στοιχείων τα οποία θα εισφερθούν, ενώ προετοιμάζει και τον κατηγορούμενο αλλά και τους μάρτυρες του για την επικείμενη εξέταση τους.
Θα πρέπει δε να καταστεί σαφές, πως η βάση της εξέλιξης μιας ποινικής υπόθεσης κακουργηματικού χαρακτήρα, ξεκινά με τη σωστή διαχείριση της υπόθεσης εξ αρχής ενώπιον του Ανακριτή, με την σωστή επιχειρηματολογία ενάντια στην ενδεχόμενη προφυλάκιση του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση όπου αυτό επιτευχθεί και ο κατηγορούμενος ΔΕΝ προφυλακιστεί κατά την ανάκριση, η υπόθεση ξεκινά με θετικές προδιαγραφές για την επικείμενη δίκη.
Εν συνεχεία, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, ο ποινικολόγος είναι εκείνος που θα οργανώσει και προετοιμάσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, των μαρτύρων, του κατηγορουμένου και εν γένει την εξέλιξης της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου, με την κατάστρωση της προσήκουσας υπερασπιστικής γραμμής, η οποία θα είναι σε θέση να πείσει τους κρίνοντες δικαστές.
Όλα αυτά, εξαρτώνται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η μεγαλύτερη δυνατή επιστημονική κατάρτιση του ποινικολόγου δια των συνεχών σπουδών του και της δια βίου μάθησης αυτού. Ο δεύτερος αφορά αποκλειστικά στην προσωπικότητα του ποινικολόγου και της δυνατότητας της πειθούς την οποία θα (πρέπει) να έχει, αλλά και της ευφυίας και ευτροφίας αυτού. Κεντρική στιγμή για την ανάδειξη των ανωτέρω, είναι η αγόρευση του ποινικολόγου ενώπιον του Δικαστηρίου, όπου ο ποινικολόγος επιφορτίζεται με την επιχειρηματολογία για την κρινόμενη υπόθεση και για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου αλλά και για όσα εισφέρθηκαν μέχρι τη στιγμή εκείνη στη δίκη. Αναδεικνύονται τα επιχειρήματα εκ του νόμου και της νομολογίας, αλλά και τα κενά – αντιφάσεις και γενικότερα προβληματικά στοιχεία της κρινόμενης υπόθεσης.
Είναι δε σημαντικότατο, ο ποινικολόγος να μπορεί να είναι προσαρμοστικός και να ελίσσεται σε οτιδήποτε ανακύψει κατά την ακροαματική διαδικασία, έχοντας πλήρη εν συναίσθηση, καθώς πρόκειται για μια ζωντανή διαδικασία η οποία εξελίσσεται τη στιγμή εκείνη. Θα πρέπει να έχει εκείνη τη διαρκή επαγρύπνηση και ετοιμότητα ώστε να παρέμβει και να επιχειρηματολογεί σε κάθε στιγμή και για οτιδήποτε προκύπτει. Μετά την αγόρευση του ποινικολόγου, το δικαστήριο διασκέπτεται και εκδίδει την απόφαση του.
Εν κατακλείδι, οι δεξιότητες του ποινικολόγου εντοπίζονται τόσο στον τρόπο με τον οποίο θα αγορεύσει, όσο ακόλουθα και με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετάσει τους μάρτυρες, θα προσκομίσει και αναδείξει στοιχεία, θα παρασταθεί με τον εντολέα του στην απολογία αυτού, καθοδηγώντας με τον τρόπο του αυτό στην όσο το δυνατόν ορθότερη έκβαση της δίκης. Για την πληρέστερη εξειδίκευση αυτού σαφώς απαιτείται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του σε ποινικές δίκες για την εξοικείωση αυτού με την επ ακροατηρίω διαδικασία, αφού βέβαια ο ίδιος είναι άρτια θεωρητικά και επιστημονικά καταρτισμένος δια των επιβεβλημένων σπουδών του μετά την αποφοίτηση του από τη νομική σχολή.
Η επικεφαλής του γραφείου μας, ποινικολόγος κ. Αναστασία Κερχανατζίδου και ήδη υποψήφια Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, εξειδικεύεται ήδη από το έτος 2014 στον τομέα του Ποινικού Δικαίου με σωρεία επιτυχών ποινικών δικών ανα την επικράτεια. Στην μέχρι σήμερα σταδιοδρομία της, έχει αναλάβει πολλές, μεγάλες και σημαντικές ποινικές υποθέσεις, με πολλά ανατρεπτικά αποτελέσματα.
Διαβάστε εδώ το αναλυτικό βιογραφικό της Ποινικολόγου Αθηνών Αναστασίας Β. Κερχανατζίδου.
Για περισσότερες πληροφορίες ή για την ανάθεση της υπόθεσης σας στο γραφείο μας, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα τηλέφωνα 210 5155994, 211 0131115, 6959406687 ή στο email: info@kerchanatzidou-law.gr.
Ποινικολόγος είναι ο δικηγόρος ο οποίος εξειδικεύεται και απασχολείται κατά κύριο λόγο με το ποινικό δίκαιο. Είναι το πρόσωπο εκείνο το οποίο βάσει μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών τις οποίες (πρέπει) να έχει, εξειδικεύεται στον τομέα του ποινικού δικαίου, ενώ βάσει της πληθώρας ποινικών υποθέσεων τις οποίες έχει αναλάβει έχει και την ανάλογη δικαστηριακή εμπειρία.
Το ποινικό δίκαιο, είναι ο κλάδος της νομικής επιστήμης που αφορά τα βαρύνουσας απαξίας εγκλήματα και πράξεις που επισύρουν ποινές στερητικές της ελευθερίας (φυλάκιση, κάθειρξη) ως και έτερες ποινές όπως η χρηματική ποινή είτε η παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Είναι ο κλάδος εκείνος της νομικής, ο οποίος παρέχει το βαρύτατο όπλο στην πολιτεία για την επιβολή της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ειρήνης.
Εν αντιθέσει με το αστικό δίκαιο, το οποίο επιλύει απλούστερες διαφορές μεταξύ ιδιωτών, το ποινικό δίκαιο προβλέπει βαρύτερες επιπτώσεις και ποινές σε όσους υπέπεσαν σε οποιοδήποτε αδίκημα αναγράφεται στο σώμα του Ποινικού Κώδικα (με τελευταία τροποποίηση αυτού την 1η.05.2024) είτε σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Έτσι λοιπόν το ποινικό δίκαιο, εν μέσω της τιμωρήσεως - ποινής επιδιώκει το σωφρονισμού του δράστη που έπραξε οποιασδήποτε μορφής παραβατική συμπεριφορά έναντι κάποιου ιδιώτη ή έναντι της κρατικής υπόστασης.
Με τη σύντομη λοιπόν μνεία αυτή και αναφορά στην έννοια του ποινικού δικαίου αναδεικνύεται και η ύπαρξη του όρου «ποινικολόγος» ως δικηγόρος με εξειδίκευση δηλαδή στο ποινικό δίκαιο. Έτι περαιτέρω αποτελεί τον δικηγόρο ο οποίος απασχολείται κατά κύριο λόγο με το ποινικές υποθέσεις. Ο ποινικολόγος δύναται να υποστηρίξει τόσο το δράστη όσο και τον παθόντα, όντας άρτια και πλήρως ενημερωμένος πάντοτε για τις τελευταίες τροποποιήσεις του νόμου αλλά και της νομολογίας, αξιοποιώντας και επιχειρηματολογώντας επί των διατάξεων αυτού.
Έτσι, ο ποινικολόγος, είναι ο δικηγόρος εκείνος ο οποίος θα υποστηρίξει από την πρώτη στιγμή τον εντολέα του, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της κύριας ανάκρισης, των δικαστικών συμβουλίων και τέλος ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου.
Όταν ο ποινικολόγος εκπροσωπεί τον κατηγορούμενο, όντας εξοπλισμένος με την επιστημονική γνώση του αντικειμένου αλλά και την επιβεβλημένη πείρα την οποία θα πρέπει να διαθέτει, διοργανώνει τη στρατηγική η οποία θα ακολουθηθεί, καταστρώνει εξ αρχής την κατάλληλη υπερασπιστική γραμμή και συγκεντρώνει το σύνολο των στοιχείων τα οποία θα εισφερθούν, ενώ προετοιμάζει και τον κατηγορούμενο αλλά και τους μάρτυρες του για την επικείμενη εξέταση τους.
Θα πρέπει δε να καταστεί σαφές, πως η βάση της εξέλιξης μιας ποινικής υπόθεσης κακουργηματικού χαρακτήρα, ξεκινά με τη σωστή διαχείριση της υπόθεσης εξ αρχής ενώπιον του Ανακριτή, με την σωστή επιχειρηματολογία ενάντια στην ενδεχόμενη προφυλάκιση του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση όπου αυτό επιτευχθεί και ο κατηγορούμενος ΔΕΝ προφυλακιστεί κατά την ανάκριση, η υπόθεση ξεκινά με θετικές προδιαγραφές για την επικείμενη δίκη.
Εν συνεχεία, ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου, ο ποινικολόγος είναι εκείνος που θα οργανώσει και προετοιμάσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, των μαρτύρων, του κατηγορουμένου και εν γένει την εξέλιξης της υπόθεσης ενώπιον του ακροατηρίου, με την κατάστρωση της προσήκουσας υπερασπιστικής γραμμής, η οποία θα είναι σε θέση να πείσει τους κρίνοντες δικαστές.
Όλα αυτά, εξαρτώνται από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η μεγαλύτερη δυνατή επιστημονική κατάρτιση του ποινικολόγου δια των συνεχών σπουδών του και της δια βίου μάθησης αυτού. Ο δεύτερος αφορά αποκλειστικά στην προσωπικότητα του ποινικολόγου και της δυνατότητας της πειθούς την οποία θα (πρέπει) να έχει, αλλά και της ευφυίας και ευτροφίας αυτού. Κεντρική στιγμή για την ανάδειξη των ανωτέρω, είναι η αγόρευση του ποινικολόγου ενώπιον του Δικαστηρίου, όπου ο ποινικολόγος επιφορτίζεται με την επιχειρηματολογία για την κρινόμενη υπόθεση και για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου αλλά και για όσα εισφέρθηκαν μέχρι τη στιγμή εκείνη στη δίκη. Αναδεικνύονται τα επιχειρήματα εκ του νόμου και της νομολογίας, αλλά και τα κενά – αντιφάσεις και γενικότερα προβληματικά στοιχεία της κρινόμενης υπόθεσης.
Είναι δε σημαντικότατο, ο ποινικολόγος να μπορεί να είναι προσαρμοστικός και να ελίσσεται σε οτιδήποτε ανακύψει κατά την ακροαματική διαδικασία, έχοντας πλήρη εν συναίσθηση, καθώς πρόκειται για μια ζωντανή διαδικασία η οποία εξελίσσεται τη στιγμή εκείνη. Θα πρέπει να έχει εκείνη τη διαρκή επαγρύπνηση και ετοιμότητα ώστε να παρέμβει και να επιχειρηματολογεί σε κάθε στιγμή και για οτιδήποτε προκύπτει. Μετά την αγόρευση του ποινικολόγου, το δικαστήριο διασκέπτεται και εκδίδει την απόφαση του.
Εν κατακλείδι, οι δεξιότητες του ποινικολόγου εντοπίζονται τόσο στον τρόπο με τον οποίο θα αγορεύσει, όσο ακόλουθα και με τον τρόπο με τον οποίο θα εξετάσει τους μάρτυρες, θα προσκομίσει και αναδείξει στοιχεία, θα παρασταθεί με τον εντολέα του στην απολογία αυτού, καθοδηγώντας με τον τρόπο του αυτό στην όσο το δυνατόν ορθότερη έκβαση της δίκης. Για την πληρέστερη εξειδίκευση αυτού σαφώς απαιτείται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του σε ποινικές δίκες για την εξοικείωση αυτού με την επ ακροατηρίω διαδικασία, αφού βέβαια ο ίδιος είναι άρτια θεωρητικά και επιστημονικά καταρτισμένος δια των επιβεβλημένων σπουδών του μετά την αποφοίτηση του από τη νομική σχολή.
Η επικεφαλής του γραφείου μας, ποινικολόγος κ. Αναστασία Κερχανατζίδου και ήδη υποψήφια Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, εξειδικεύεται ήδη από το έτος 2014 στον τομέα του Ποινικού Δικαίου με σωρεία επιτυχών ποινικών δικών ανα την επικράτεια. Στην μέχρι σήμερα σταδιοδρομία της, έχει αναλάβει πολλές, μεγάλες και σημαντικές ποινικές υποθέσεις, με πολλά ανατρεπτικά αποτελέσματα.
Διαβάστε εδώ το αναλυτικό βιογραφικό της Ποινικολόγου Αθηνών Αναστασίας Β. Κερχανατζίδου.
Για περισσότερες πληροφορίες ή για την ανάθεση της υπόθεσης σας στο γραφείο μας, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα τηλέφωνα 210 5155994, 211 0131115, 6959406687 ή στο email: info@kerchanatzidou-law.gr.