Το έγκλημα της παράνομης βίας τυποποιείται στην υπ’αριθμόν 330 διάταξη του Ποινικού Κώδικα, κατά την οποία:

«Παράνομη βία.

  1. Όποιος με σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του.
  2. Με την επιφύλαξη διατάξεων ειδικών ποινικών νόμων, αν η πράξη της παρ. 1 τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών».

Με το εν λόγω άρθρο, προστατεύεται η ελευθερία του ατόμου και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του. Στη θέση του ενεργητικού και παθητικού υποκειμένου της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης δύναται να βρίσκεται οποιοσδήποτε.

Οι τρόποι πραγμάτωσης του εγκλήματος:

  1. Σωματική βία. Ως σωματική βία νοείται η επενέργεια στο σώματος του παθόντος με υλική ενέργεια του δράστη φυσικής δύναμης επί ου σώματος, η οποία κάμπτει την αντίσταση του θύματος. Για τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη δύναται να χρησιμοποιηθεί τόσο η απόλυτη βία (vis absoluta) όσο και η εξαναγκαστική - ψυχολογική βία (vis compulsive). Ως απόλυτη βία θεωρείται ο καθ’ αυτός άμεσος καταναγκασμός της συμπεριφοράς, η σωματική επενέργεια στο θύμα κατά τρόπο απόλυτο, όπου καθίσταται αδύνατο το θύμα να έχει ελευθερία σχηματισμού βουλήσεως. Στην ψυχολογική εξαναγκαστική βία αναφερόμαστε στην επιβολή του δράστη προς το θύμα ένεκα του απειλούμενου και επικείμενου κακού.
  2. Απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξης. Ως απειλή, που αφορά κομβικής σημασίας έννοια στην υπόσταση της εν λόγω διάταξης θεωρείται η προαναγγελία επικείμενων δεινών για το θύμα, δηλαδή οποιασδήποτε υλικής είτε σωματικής βλάβης την οποία θα υποστεί ο εξαναγκαζόμενος, εάν δεν ενδώσει. Σχετικά με το εξαγγελλόμενο κακό δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί άμεσα, αρκεί να συμβεί σε χρονική απόσταση από την απειλή, τόση ώστε να εξαναγκαστεί το θύμα να προβεί στην πράξη παράλειψη είτε στην ανοχή. Η απειλή δύναται να εκφραστεί ρητώς είτε σιωπηρώς, με συμπερασματικά συναγόμενη συμπεριφορά, λ.χ επίδειξη όπλου, επιδεικτικού πυροβολισμού.

Μνεία αξίζει να γίνει πως η απειλή σωματικής βίας  πρέπει να στρέφεται κατά του παθόντος είτε κατά των οικείων του και όχι κατά άλλου τρίτου προσώπου. Ωστόσο διατυπώνεται επίσης και η αντίθετη άποψη πως η βία δύναται να στρέφεται και κατά τρίτου προσώπου, γεγονός που δημιουργεί σύγχυση.

Στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης καίριας σημασίας για την στοιχειοθέτηση του αδικήματος με τη μορφή της απειλής, αποτελεί το παράνομο της απειλής. Έτσι ως παράνομο θεωρείται εμφανώς αυτό που αντίκειται στο δίκαιο, δηλαδή σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Ο εξαναγκασμός ακόλουθα αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης. Ως εξαναγκασμός θεωρείται η πράξη του ατόμου ενώ αυτό  δεν είχε υποχρέωση  να ενεργήσει, να παραλείψει είτε να ανεχθεί κάτι.

Μεταξύ της σωματικής βίας και της απειλής σωματικής βίας είτε άλλης παράνομης πράξης και παραλείψεως θα πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, δηλαδή ο εξαναγκασμός να υπήρξε απότοκο των ως άνω παρανόμων μέσων που μετέρχεται ο δράστης. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, κρίνεται με βάση τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων (condition sine qua non), η οποία τυγχάνει κρατούσα στο ελληνικό ποινικό δίκαιο. Με τη θεωρία αυτή, θεωρείται ότι ο αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται όταν μεσολάβησε η οποιαδήποτε ενέργεια η οποία οδήγησε στο ζημιογόνο αποτέλεσμα και η οποία αν εξέλειπε η ζημία δεν θα είχε επέλθει. Με άλλα λόγια, κατά τη θεωρία αυτή, όρος ενός αποτελέσματος, είναι κάθε τι το οποίο δεν είναι δυνατόν να απαλειφθεί χωρίς να πάψει αυτόματα να υπάρχει και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, όλοι δε οι όροι είναι ισοδύναμοι στην αιτιώδη αυτή «αλυσίδα», διότι αν σπάσει ένας από αυτούς, τότε καταστρέφεται και η αλυσίδα.

Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος έστω και ενδεχόμενος, σχετικά με τα στάδια της χρησιμοποίησης σωματικής βίας, του εξαναγκασμού του παθόντος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και πλήρη γνώση ότι ο παθών δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί στην εξαναγκαζόμενη διαγωγή.

Διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού εγκλήματος αποτελεί η περίπτωση που η παράνομη βία στρέφεται έναντι ανηλίκου είτε προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Στην προκειμένη περίπτωση προβλέπεται ποινή φυλάκισης από 6 μήνες έως 5 έτη.

Το δικηγορικό μας γραφείο, με τη μακροσκελή διαχείριση ποινικών υποθέσεων κακουργηματικής ή πλημμεληματικής φύσεως, με τους  έμπειρους και εξειδικευμένους συνεργάτες που το πλαισιώνουν και με επικεφαλής την ποινικολόγο Αναστασία Β. Κερχανατζίδου, υπ Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, αναλαμβάνει υπεύθυνα και αξιόπιστα συναφείς ποινικές υποθέσεις. Στόχος μας είναι η χάραξη μιας σωστής και άρτιας υπερασπιστικής γραμμής προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφύλαξη και πιστή τήρηση των δικαιωμάτων του διωκόμενου προσώπου και η αποφυγή άδικων ή άστοχων αποφάσεων σε βάρος του. Ταυτόχρονα, μεριμνούμε και για τη δικαίωση του παθόντος, δια της σύνταξης μηνύσεως – εγκλήσεως για τελεσθέντα σε βάρος του, παριστάμενοι για την υποστήριξη της κατηγορίας και της ενδεχόμενης μελλοντικής διεκδίκησης σχετικής αποζημίωσης.  Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα τηλέφωνα 211 0131115, 210 5155994, 6959406687 ή στο email: info@kerchanatzidou-law.gr.

 

Επικοινωνήστε μαζί μας τώρα: +30 6959406687