Το αδίκημα της αρπαγής τυποποιείται στο άρθρο 322 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο:

  1. Όποιος με εξαπάτηση, βία ή απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί άλλον, έτσι ώστε να τον αποστερεί από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει άλλον σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη. Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών ή κάποιος άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, επιβάλλεται κάθειρξη, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με βάση τους κανόνες της συρροής.
  2. Με κάθειρξη τιμωρείται η πράξη της παραγράφου 1 εδ. α`, ακόμα κι όταν έγινε χωρίς τη χρήση των μέσων που αναφέρονται σε αυτή, όταν τελείται από υπάλληλο ή από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που ενεργούν με την άδεια, υποστήριξη ή συναίνεση κρατικής αρχής, εφόσον ακολουθείται από άρνηση παραδοχής της στέρησης της ελευθερίας ή από απόκρυψη της τύχης ή του τόπου όπου βρίσκεται το θύμα (βίαιη εξαφάνιση). Αποτελεί επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της πράξης σε βάρος εγκύου, ανηλίκου ή ατόμου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του.
  3. Τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, όποιος, ως προϊστάμενος, έδωσε εντολή για την τέλεση της πράξης της προηγούμενης παραγράφου, εφόσον αυτή τελέστηκε ή έγινε απόπειρά της.
  4. Όποιος ως προϊστάμενος δεν έλαβε όλα τα αναγκαία και εύλογα μέτρα, εντός της εξουσίας του, για την πρόληψη ή την καταστολή της τέλεσης μιας πράξης βίαιης εξαφάνισης ή για την παραπομπή της πράξης αυτής στις αρμόδιες αρχές προς έρευνα και ποινική δίωξη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών, εάν η πράξη του δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις περί συμμετοχής.
  5. Η επίκληση των άρθρων 20 έως 25 δεν μπορεί να άρει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων των παραγράφων 2 και 3.
  6. Η καταδίκη υπαλλήλου για τις πράξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 επισύρει αυτοδικαίως αποστέρηση της θέσης που κατέχει. Εάν οι πράξεις αυτές τελούνται υπό καθεστώς σφετερισμού του δημοκρατικού πολιτεύματος, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.

Η ανωτέρω εγκληματική πράξη στρέφεται ενάντια στο έννομο αγαθό της εν στενή εννοία ελευθερίας του ατόμου (ελευθερίας κινήσεων του ατόμου), στο φυσικό του χώρο με τέτοιο τρόπο ώστε τα πολιτειακά όργανα και ιδίως οι αστυνομικές αρχές να μην καθίσταται εφικτό να συνδράμουν, προσφέροντας τη βοήθεια τους. Ως διατυπώνεται στη Νομολογία των εθνικών μας δικαστηρίων το υπ’αριθμόν 322 άρθρο του Ποινικού Κώδικα βάλει έναντι της αυθαίρετης αποστέρησης της ελευθερίας, η οποία ανάγεται στην ύψιστη αρχή και αποτελεί  κορωνίδα των δικαιωμάτων σύμφωνα με το Σύνταγμα.

Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης απαιτείται να υπάρχει ένα ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος, ήτοι ο δράστης του εγκλήματος, όπου μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, δεδομένου πως πρόκειται για «κοινό» έγκλημα όπου δεν απαιτούνται ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις. Ακόλουθα απαιτείται να υπάρχει και  ένα παθητικό υποκείμενο, δηλαδή ένας δέκτης της παράνομης κατά τα ανωτέρω συμπεριφοράς, όπου ομοίως, μπορεί να είναι ο οποιασδήποτε. Τα ανωτέρω πρόσωπα συνδέει η τέλεση της αξιόποινης συμπεριφοράς η οποία συντελείται με την: σύλληψη, απαγωγή, είτε παράνομη κατακράτηση κάποιου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνδράμει η πολιτεία στην ανεύρεση και έμπρακτη παροχή βοήθειας προς το άτομο αυτό. Ενδεικτικά τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν η περιαγωγή κάποιου σε καθεστώς ομηρίας, είτε η στέρηση της ελευθερίας του ατόμου, ΜΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΤΡΟΠΟ!

Ειδικότερα, το αδίκημα της αρπαγής μπορεί να συντελεστεί με:

  • Σύλληψη: Η κατάσταση κατά την οποία ο παθών υποβάλλεται υπό τη φυσική εξουσία αυτού που τον άρπαξε και κατ’αυτόν τον τρόπο αδυνατεί να ζητήσει και να λάβει τη βοήθεια της πολιτείας, προς την απαλλαγή του από αυτή την κατάσταση.
  • Απαγωγή: Η παρά τη θέληση του προσώπου απομάκρυνση του από το συνήθη τόπο διαμονής του  είτε επαγγελματικής εγκαταστάσεως του και η ακόλουθα αυτόματα θέση του υπό την εξουσία του κατακρατούντος.
  • Κατακράτηση: Νοείται η παρεμπόδιση κάποιου να απομακρυνθεί αυτοβούλως από το σημείο στο οποίο κρατείται (ΑΠ 235/2003 Ποιν Χρ).

Ενδεικτικό παράδειγμα των ανωτέρω συνιστά η περιαγωγή κάποιου σε καθεστώς ομηρίας ήτοι: η κατακράτηση διαρκείας του θύματος στη διάθεση του δράστη, προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι,  που τέθηκαν από το δράστη. Ενώ στη Νομολογία, ως έτερη κατάσταση στέρησης της ελευθερίας νοείται και η αναγκαστική υπηρεσία σε ναυτική είτε στρατιωτική υπηρεσία ξένης δύναμης.

Η περιαγωγή του ατόμου σε κάποια από τις ανωτέρω μορφές στέρησης της ελευθερίας, καθιστά την πολιτεία ανήμπορη να συνδράμει το άτομο αυτό και να το προστατεύσει τινά τι τρόπο. Άρα για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του ανωτέρω αδικήματος απαιτείται και η ακόλουθη αποστέρηση της προστασίας της πολιτείας, την οποία απολάβει κάθε πολίτης σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Πρακτικά ο δράστης αποκόπτει το θύμα από την ομαλή συνθήκη βίου, τοιουτοτρόπως δεν μπορεί να απαρασχεθεί επουδενί η προστασία του νόμου.

Ενώ ακολούθως μήτε ο  συλληφθείς, απαχθείς δύναται να απευθυνθεί στην πολιτεία λαμβάνοντας τη βοήθεια της.

Ως μέσα τέλεσης της αρπαγής νοούνται η εξαπάτηση, η βία είτε η απειλή βίας. Εν προκειμένω, ο δράστης προκειμένου να επιτύχει το στόχο του (την ομηρία, σύλληψη κλπ) προβαίνει στις ανωτέρω ενέργειες είτε σε βάρος του θύματος είτε ενίοτε σε βάρος τρίτου, στον οποίο έχει ανατεθεί η προστασία του ατόμου αυτού (π.χ. οικείοι αυτού, φύλακας, νοσοκόμος κ.λπ). Ως εξαπάτηση νοείται η εκ μέρους του δράστη ψευδής και δόλια παράσταση πραγματικών περιστατικών και υποσχέσεων. Στην έννοια της βίας εντάσσεται τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, με την οποία κάμπτεται η ελεύθερη βούληση και η ικανότητα αντιστάσεως του θύματος. Τέλος η απειλή βίας ισοδυναμεί πλέον με τη δεδηλωμένη (εξαγγελλόμενη) επικείμενη βία.

Η ποινική κύρωση που προβλέπει ο ισχύον Ποινικός Κώδικας θέτει  για τη βασική μορφή του εγκλήματος ποινή κάθειρξης με ανώτατο όριο τα δέκα έτη (άρα πλαίσιο ποινής 5-10 έτη).

Ως καθίσταται αντιληπτό ο άρτιος χειρισμός μιας τέτοιας υπόθεσης, εν όψει και του τροποποιημένου από 01.05.2024 Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας , απαιτεί πλήρη εξειδίκευση και εξαιρετική μεθοδικότητα για την ορθή και δίκαιη κρίση επί συναφών αδικημάτων.

Το δικηγορικό μας γραφείο, με τη μακροσκελή διαχείριση ποινικών υποθέσεων κακουργηματικής ή πλημμεληματικής φύσεως, με τους  έμπειρους και εξειδικευμένους συνεργάτες που το πλαισιώνουν και με επικεφαλής την ποινικολόγο Αναστασία Β. Κερχανατζίδου, υπ Διδάκτωρ Ποινικού Δικαίου, αναλαμβάνει υπεύθυνα και αξιόπιστα συναφείς ποινικές υποθέσεις. Στόχος μας είναι η χάραξη μιας σωστής και άρτιας υπερασπιστικής γραμμής προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφύλαξη και πιστή τήρηση των δικαιωμάτων του διωκόμενου προσώπου και η αποφυγή άδικων ή άστοχων αποφάσεων σε βάρος του. Ταυτόχρονα, μεριμνούμε και για τη δικαίωση του παθόντος, δια της σύνταξης μηνύσεως – εγκλήσεως για τελεσθέντα σε βάρος του, παριστάμενοι για την υποστήριξη της κατηγορίας και της ενδεχόμενης μελλοντικής διεκδίκησης σχετικής αποζημίωσης.  Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας στα τηλέφωνα 210 5155994, 211 0131115, 6959406687 ή στο email: info@kerchanatzidou-law.gr.

 

Επικοινωνήστε μαζί μας τώρα: +30 6959406687